- μανιάκιον
- μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης]ο μανιακής*μσν.κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιάκιον — necklace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιακίου — μανιάκιον necklace neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκια — μανιάκιον necklace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανάκι(ο)ν — μανάκι(ο)ν, τὸ (Α) βλ. μανιάκιον … Dictionary of Greek